- ἔμπλεγμα
- ἔμπλεγ-μα, ατος, τό,A plait:
ἐ. γυναικεῖα Artem.4.83
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐ. γυναικεῖα Artem.4.83
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έμπλεγμα — ἔμπλεγμα, το (AM) κόσμημα που έχει τοποθετηθεί μέσα σε ύφασμα κατά την ύφανση ή το πλέξιμο … Dictionary of Greek
ἔμπλεγμα — plait neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλεγμάτων — ἔμπλεγμα plait neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλέγμασιν — ἔμπλεγμα plait neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλέγματα — ἔμπλεγμα plait neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλέγματος — ἔμπλεγμα plait neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)